- σκατοφάγος
- σκατοφάγοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκατοφάγος — α, ο / σκατοφάγος, ον, ΝΜΑ αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, τής… … Dictionary of Greek
σκατοφάγον — σκατοφάγος masc/fem acc sg σκατοφάγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγου — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen sg σκατοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγων — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen pl σκατοφάγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγοι — σκατοφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφάγ' — σκατοφάγα , σκατοφάγος neut nom/voc/acc pl σκατοφάγε , σκατοφάγος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coprophagia — A female Oriental Latrine Fly (Chrysomya megacephala) feeds on animal feces. Coprophagia or coprophagy is the consumption of feces, from the Greek κόπρος copros ( feces ) and φαγεῖν phagein ( to eat ). Many animal species practice coprophagia as… … Wikipedia
σκατοφάς — ο, Ν σκατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + φαΐ + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
σκατοφαγίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια δίπτερων εντόμων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος σκατοφάγος … Dictionary of Greek
σκατοφαγώ — έω, Α [σκατοφάγος] τρώγω περιττώματα ή ακαθαρσίες … Dictionary of Greek